- συμπερασμός
- ο предположение, догадка;
κατά συμπερασμόςό — исходя; — из предположения
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κατά συμπερασμόςό — исходя; — из предположения
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συμπερασμός — ο, ΝΑ [συμπεραίνω] συμπέρασμα νεοελλ. φρ. «κατά συμπερασμό» κατά υποκειμενική κρίση, κατά εικασία … Dictionary of Greek
συμπερασμός — ο εξαγωγή συμπεράσματος, λογική πορεία που μας οδηγεί σε κάποιο συμπέρασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμπερασμόν — συμπερασμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάγνωση — Η διαδικασία που ακολουθείται για την αναγνώριση της νόσου από την οποία πάσχει κάποιος. Σε κάθε περίπτωση, οι γνώσεις, η πείρα και η οξύνοια του γιατρού συμβάλλουν αποφασιστικά στην ανάλυση και εκτίμηση των δεδομένων, καθώς και της σχέσης που… … Dictionary of Greek
εικασία — η συμπερασμός, υποθετική γνώμη, πιθανότητα: Μην πιστεύεις σ αυτά· είναι εικασίες των δημοσιογράφων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)